- κρώμαξ
- κρώμαξ, ᾱκος, ὁ, Steinhaufen, Felsen
Wörterbuch altgriechisch-deutsch . 2010.
Wörterbuch altgriechisch-deutsch . 2010.
κρώμαξ — κρῶμαξ, ακος, ὁ (Α) βλ. κλώμαξ … Dictionary of Greek
κλώμαξ — και κρώμαξ, ακος, ὁ (Α) σωρός λίθων ή πετρώδης τόπος. [ΕΤΥΜΟΛ. Αβέβαιης ετυμολ. Σχηματισμός σε αξ κατά τα λίθ αξ, βῶλ αξ. Το θ. κλω μ πιθ. από κάποιο αμάρτυρο ρηματ. παρ. *κλῶ μος («ρωγμή»;) < κλάω / ῶ «σπάζω», τ. που προϋποθέτει τη σπάνια… … Dictionary of Greek
κρωμακίσκος — κρωμακίσκος, ὁ (Α) [κρώμαξ] πιθ. γουρουνάκι … Dictionary of Greek
κρωμακωτός — κρωμακωτός, ή, όν (Α) πετρώδης, δύσβατος, απόκρημνος. [ΕΤΥΜΟΛ. < κρῶμαξ, ακος + κατάλ. ωτός (πρβλ. θυσαν ωτός, κλίμακ ωτός)] … Dictionary of Greek
κρωμακόεις — κρωμακόεις, εσσα, εν (Α) πετρώδης, κρημνώδης, τραχύς. [ΕΤΥΜΟΛ. < κρῶμαξ, ακος + κατάλ. όεις (πρβλ. αστερ όεις, πετρ όεις)] … Dictionary of Greek
σικυήλατον — και σικυήρατον και σικύρατον, τὸ, Α τμήμα κήπου κατάφυτο με αγγουριές. [ΕΤΥΜΟΛ. < σίκυος «αγγούρι» + ήλατος / ήρατον (< ἐλαύνω «φυτεύω σε σειρές, σε πρασιές»), με εναλλαγή λ / ρ (πρβλ. κλῶμαξ / κρῶμαξ και αδελφός / αδερφός)] … Dictionary of Greek